Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to evanesce
01
ξεθωριάζω, εξαφανίζομαι σταδιακά
to slowly fade and disappear completely from one's view or memory
Intransitive
Παραδείγματα
The smoke from the extinguished candle began to evanesce into the air.
Ο καπνός από το σβησμένο κερί άρχισε να εξαφανίζεται στον αέρα.
The childhood memories evanesced with each passing year.
Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ξεθώριασαν με κάθε χρόνο που περνούσε.
Λεξικό Δέντρο
evanescence
evanescent
evanesce



























