Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Evanescence
01
εξαφάνιση, γρήγορη εξασθένιση
the quality of swiftly fading away from one's vision or memory
Λεξικό Δέντρο
evanescence
evanesce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξαφάνιση, γρήγορη εξασθένιση
Λεξικό Δέντρο