Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Enthusiasm
Παραδείγματα
She showed great enthusiasm for the new project.
Έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για το νέο έργο.
His enthusiasm was clear as he talked about his favorite hobby.
Ο ενθουσιασμός του ήταν εμφανής καθώς μιλούσε για το αγαπημένο του χόμπι.
02
ενθουσιασμός
a feeling of excitement
03
ενθουσιασμός
a lively interest



























