Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entering
Παραδείγματα
The entering of the stadium was delayed due to security checks.
Η είσοδος στο στάδιο καθυστέρησε λόγω ελέγχων ασφαλείας.
The judge announced the entering of new evidence in the case.
Ο δικαστής ανακοίνωσε την εισαγωγή νέων αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση.
02
είσοδος
a movement into or inward
Λεξικό Δέντρο
entering
enter



























