Entertained
volume
British pronunciation/ˌɛntətˈe‍ɪnd/
American pronunciation/ˌɛnɝˈteɪnd/, /ˌɛntɝˈteɪnd/

Ορισμός και Σημασία του "entertained"

entertained
01

experiencing enjoyment; typically through pleasant distractions

entertained definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store