Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to endow
01
προικίζω, παρέχω
to provide a gift or quality, to someone or something, often implying a permanent gift or quality
Παραδείγματα
The billionaire decided to endow the hospital with a generous donation to fund new medical research.
Ο δισεκατομμυριούχος αποφάσισε να προικίσει το νοσοκομείο με μια γενναιόδωρη δωρεά για τη χρηματοδότηση νέων ιατρικών ερευνών.
She was endowed with exceptional intelligence, allowing her to excel in academics from a young age.
Ήταν προικισμένη με εξαιρετική νοημοσύνη, κάτι που της επέτρεψε να διακριθεί στα ακαδημαϊκά από νεαρή ηλικία.
02
προικίζω, παρέχω
furnish with an endowment
Λεξικό Δέντρο
endowed
endowment
endow



























