Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enamored
01
ερωτευμένος, γοητευμένος
having a strong liking or admiration for something
Παραδείγματα
The city ’s vibrant arts scene made him enamored from the moment he arrived.
Η ζωντανή καλλιτεχνική σκηνή της πόλης τον γοήτευσε από τη στιγμή που έφτασε.
The film ’s innovative direction had critics enamored throughout the review.
Η καινοτόμος σκηνοθεσία της ταινίας άφησε τους κριτικούς γοητευμένους καθ' όλη τη διάρκεια της κριτικής.
Λεξικό Δέντρο
enamoredness
enamored
enamor



























