Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to encamp
01
κατασκηνώνω, στήνω κατασκήνωση
to set up tents or a temporary place to stay in
Λεξικό Δέντρο
encampment
encamp
camp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατασκηνώνω, στήνω κατασκήνωση
Λεξικό Δέντρο