Enamored
volume
British pronunciation/ɪnˈaməd/
American pronunciation/ɛˈnæmɝd/
enamoured

Ορισμός και Σημασία του "enamored"

01

having a strong liking or admiration for something

enamored

adj

enamor

v

enamoredness

n

enamoredness

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store