effectuate
e
ɪ
ι
ffec
ˈfɛk
φεκ
tuate
ˌʧueɪt
τσουειτ
British pronunciation
/ɪfˈɛktʃuːˌeɪt/

Ορισμός και σημασία του "effectuate"στα αγγλικά

to effectuate
01

πραγματοποιώ, προκαλώ

to cause something to happen
Transitive: to effectuate a change
example
Παραδείγματα
The new policy aims to effectuate positive changes in the workplace environment.
Η νέα πολιτική στοχεύει να πραγματοποιήσει θετικές αλλαγές στο περιβάλλον εργασίας.
The manager worked diligently to effectuate a seamless transition to the new software system.
Ο διαχειριστής εργάστηκε επιμελώς για να πραγματοποιήσει μια απρόσκοπτη μετάβαση στο νέο λογισμικό.

Λεξικό Δέντρο

effectuation
effectuate
effectual
effect
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store