Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to effectuate
01
πραγματοποιώ, προκαλώ
to cause something to happen
Transitive: to effectuate a change
Παραδείγματα
The new policy aims to effectuate positive changes in the workplace environment.
Η νέα πολιτική στοχεύει να πραγματοποιήσει θετικές αλλαγές στο περιβάλλον εργασίας.
The manager worked diligently to effectuate a seamless transition to the new software system.
Ο διαχειριστής εργάστηκε επιμελώς για να πραγματοποιήσει μια απρόσκοπτη μετάβαση στο νέο λογισμικό.
Λεξικό Δέντρο
effectuation
effectuate
effectual
effect



























