Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
effectual
01
αποτελεσματικός, αποδοτικός
having the power to achieve a desired outcome or make a strong impression
Παραδείγματα
The new marketing strategy proved to be effectual in increasing sales.
Η νέα στρατηγική μάρκετινγκ αποδείχθηκε αποτελεσματική στην αύξηση των πωλήσεων.
The medication was effectual in relieving the patient's symptoms quickly.
Το φάρμακο ήταν αποτελεσματικό στην γρήγορη ανακούφιση των συμπτωμάτων του ασθενούς.
02
αποτελεσματικός, έγκυρος
having legal efficacy or force
Λεξικό Δέντρο
effectuality
effectually
effectualness
effectual
effect



























