Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
economical
01
οικονομικός, φειδωλός
using resources wisely and efficiently and minimizing waste and unnecessary expenses
Παραδείγματα
The new model is an economical car that saves on fuel without sacrificing performance.
Το νέο μοντέλο είναι ένα οικονομικό αυτοκίνητο που εξοικονομεί καύσιμα χωρίς να θυσιάζει την απόδοση.
They chose an economical solution that reduced production costs significantly.
Επέλεξαν μια οικονομική λύση που μείωσε σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Παραδείγματα
The government implemented economical policies to promote sustainable growth.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε οικονομικές πολιτικές για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης.
The economist 's analysis focused on the economical impact of trade tariffs.
Η ανάλυση του οικονομολόγου επικεντρώθηκε στην οικονομική επίδραση των δασμών εμπορίου.
03
οικονομικός, οικονομολογικός
designed to be efficient and cost-effective
Παραδείγματα
The compact car is economical to run due to its fuel efficiency.
Το συμπαγές αυτοκίνητο είναι οικονομικό στη λειτουργία λόγω της κατανάλωσης καυσίμου.
She opted for an economical meal at the restaurant, choosing from the budget-friendly menu options.
Επέλεξε ένα οικονομικό γεύμα στο εστιατόριο, επιλέγοντας από τις φιλικές προς τον προϋπολογισμό επιλογές μενού.
Παραδείγματα
She was economical, always opting for the best value without overindulging.
Ήταν οικονομική, επιλέγοντας πάντα την καλύτερη αξία χωρίς υπερβολή.
An economical shopper, he avoided unnecessary purchases.
Ένας οικονομικός αγοραστής, απέφευγε τις μη απαραίτητες αγορές.
Λεξικό Δέντρο
economically
uneconomical
economical
economic
economy



























