Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to economize
01
οικονομώ, φειδόμαι
to use less money, time, or other resources
Παραδείγματα
She learned to economize her time by planning her tasks in advance.
Έμαθε να οικονομεί το χρόνο της προγραμματίζοντας τις εργασίες της εκ των προτέρων.
The company implemented new procedures to economize on energy usage.
Η εταιρεία εφάρμοσε νέες διαδικασίες για να οικονομήσει στην κατανάλωση ενέργειας.
Λεξικό Δέντρο
economizer
economize
economy



























