Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-cost
01
χαμηλού κόστους, οικονομικό
relatively cheap compared to others of its kind
Παραδείγματα
The airline offers low-cost flights to popular destinations.
Η αεροπορική εταιρεία προσφέρει low-cost πτήσεις προς δημοφιλείς προορισμούς.
The company provides low-cost internet services to underserved communities.
Η εταιρεία παρέχει οικονομικές υπηρεσίες διαδικτύου σε υποβαθμισμένες κοινότητες.



























