Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-calorie
01
χαμηλών θερμίδων
(of food or drink) containing a small amount of calories
Παραδείγματα
The low-cal drink was refreshing without being too sweet.
Το ποτό χαμηλών θερμίδων ήταν δροσιστικό χωρίς να είναι πολύ γλυκό.
She prefers low-calorie snacks like yogurt and fruit.
Προτιμά σνακ χαμηλών θερμίδων όπως γιαούρτι και φρούτα.



























