Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
low-budget
01
χαμηλού προϋπολογισμού, low-budget
characterized by a limited amount of financial resources or funding
Παραδείγματα
The low-budget movie became a surprise hit at the box office.
Η χαμηλού προϋπολογισμού ταινία έγινε μια έκπληξη στο box office.
They planned a low-budget wedding to save money.
Σχεδίασαν έναν χαμηλού προϋπολογισμού γάμο για να εξοικονομήσουν χρήματα.



























