Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thrifty
01
οικονομικός, φειδωλός
(of a person) careful with money and resources, avoiding unnecessary spending
Παραδείγματα
She is a thrifty shopper, always finding the best deals.
Είναι μια οικονομική αγοράστρια, που βρίσκει πάντα τις καλύτερες προσφορές.
Being thrifty, he prefers to cook at home rather than eat out.
Όντας οικονομικός, προτιμά να μαγειρεύει στο σπίτι παρά να τρώει έξω.
02
οικονομικός, φειδωλός
using resources carefully and efficiently, often in order to save or avoid waste
Παραδείγματα
His thrifty approach to cooking helped him save a lot of money.
Η οικονομική του προσέγγιση στη μαγειρική τον βοήθησε να εξοικονομήσει πολλά χρήματα.
They were thrifty in their use of energy to lower electricity bills.
Ήταν οικονομικοί στη χρήση της ενέργειας για να μειώσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Λεξικό Δέντρο
thriftily
thriftiness
thrifty
thrift



























