Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dully
01
θαμπά, χωρίς λάμψη
in a way that lacks brightness or shine
Παραδείγματα
The old coin gleamed dully, showing signs of wear.
Το παλιό νόμισμα έλαμπε θαμπά, δείχνοντας σημάδια φθοράς.
Her hair, once vibrant, now looked dully faded.
Τα μαλλιά της, κάποτε ζωηρά, τώρα φαίνονταν θαμπά ξεθωριασμένα.
02
νωθρά, χωρίς ζωντάνια
without liveliness



























