Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dubitable
01
αμφίβολος, αμφισβητήσιμος
questionable in validity or truth
Παραδείγματα
The dubitable claims made by the salesman raised suspicions about the product's effectiveness.
Οι αμφίβολες ισχυρίσεις του πωλητή έθεσαν υποψίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προϊόντος.
His dubitable explanation for the delay did n't convince anyone.
Η αμφίβολη εξήγησή του για την καθυστέρηση δεν έπεισε κανέναν.
Λεξικό Δέντρο
indubitable
dubitable



























