Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
questionable
01
αμφίβολος, αμφισβητήσιμος
doubtful or uncertain in terms of quality, reliability, or legitimacy
Παραδείγματα
The decision to proceed with the project was questionable, given the lack of funding.
Η απόφαση να προχωρήσει το έργο ήταν αμφίβολη, δεδομένης της έλλειψης χρηματοδότησης.
His motives for helping were questionable, leaving others wondering about his true intentions.
Τα κίνητρά του για βοήθεια ήταν αμφίβολα, αφήνοντας τους άλλους να αναρωτιούνται για τις πραγματικές του προθέσεις.
Λεξικό Δέντρο
questionably
unquestionable
questionable
question
quest



























