Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
questionably
01
αμφίβολα, με αμφίβολο τρόπο
in a doubtful and uncertain manner
Παραδείγματα
The authenticity of the document was questionably verified by the authorities.
Η γνησιότητα του εγγράφου επαληθεύτηκε αμφίβολα από τις αρχές.
The decision to allocate funds to the project was questionably justified.
Η απόφαση να διατεθούν κεφάλαια στο έργο ήταν αμφισβητήσιμα δικαιολογημένη.
Λεξικό Δέντρο
unquestionably
questionably
questionable
question
quest



























