LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Draining
/dɹˈeɪnɪŋ/
/ˈdɹeɪnɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "draining"
draining
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
συντριπτικό έργο
causing a significant loss of physical, emotional, or mental energy
exhausting
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App