Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disorderly
01
ακατάστατος, ανεξέλεγκτος
undisciplined and unruly
02
ακατάστατος, σε αταξία
in utter disorder
03
ανοργάνωτος, χαοτικός
having a lack of organization or arrangement, often causing confusion or disruption
Παραδείγματα
The protest turned disorderly as the crowd grew restless.
Η διαδήλωση έγινε ανοργάνωτη καθώς το πλήθος έγινε ανήσυχο.
His desk was cluttered and disorderly, with papers scattered everywhere.
Το γραφείο του ήταν γεμάτο και ακατάστατο, με χαρτιά σκορπισμένα παντού.
Λεξικό Δέντρο
disorderly
orderly
order



























