Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disordered
01
ακατάστατος, μπερδεμένος
thrown into a state of disarray or confusion
02
ακατάστατος, χαοτικός
incoherent or chaotic in nature
Παραδείγματα
His disordered thoughts made it difficult to follow his explanation.
Οι ακατάστατες του σκέψεις έκαναν δύσκολο να ακολουθήσεις την εξήγησή του.
The disordered state of the room reflected the confusion in his mind.
Η αποδιοργανωμένη κατάσταση του δωματίου αντανακλούσε τη σύγχυση στο μυαλό του.
03
ατακτος, ανοργάνωτος
not arranged in order
04
ατακτος, διαταραγμένος
affected by an abnormal physical or mental condition
Λεξικό Δέντρο
disordered
ordered
order



























