Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
discovered
01
ανακαλυμμένος, αποκαλυμμένος
found or revealed, often for the first time
Παραδείγματα
The discovered artifacts shed new light on ancient civilizations.
Τα ανακαλυφθέντα αντικείμενα ρίχνουν νέο φως στους αρχαίους πολιτισμούς.
The discovered truth changed their perception of the situation.
Η ανακαλυφθείσα αλήθεια άλλαξε την αντίληψή τους για την κατάσταση.
Λεξικό Δέντρο
undiscovered
discovered
covered
cover



























