Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
allegedly
01
υποτίθεται, φασμένως
used to say that something is the case without providing any proof
Παραδείγματα
The suspect allegedly stole valuable items from the store.
Ο ύποπτος φαίνεται να έκλεψε πολύτιμα αντικείμενα από το κατάστημα.
The politician is allegedly involved in a corruption scandal, pending investigation.
Ο πολιτικός φαίνεται να εμπλέκεται σε σκάνδαλο διαφθοράς, σε εκκρεμότητα η έρευνα.
Λεξικό Δέντρο
allegedly
alleged
allege



























