Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Allegiance
01
αφοσίωση, πιστότητα
a committed loyalty or dedication to a particular cause, group, or belief
Παραδείγματα
His allegiance to the football team was unwavering, attending every match regardless of the weather.
Η αφοσίωσή του στην ομάδα ποδοσφαίρου ήταν ακλόνητη, παρευρισκόταν σε κάθε αγώνα ανεξάρτητα από τον καιρό.
Even though they had disagreements, her allegiance to her family was unquestionable.
Παρόλο που είχαν διαφωνίες, η αφοσίωσή της στην οικογένειά της ήταν αδιαμφισβήτητη.
02
αφοσίωση, πιστότητα
loyalty or commitment of an individual to their country or leader
Παραδείγματα
Despite the challenges, his allegiance to his homeland never wavered.
Παρά τις προκλήσεις, η αφοσίωσή του στην πατρίδα του δεν επηρεάστηκε ποτέ.
The monarch expected unwavering allegiance from all subjects.
Ο μονάρχης περίμενε ακλόνητη αφοσίωση από όλους τους υπηκόους.
Λεξικό Δέντρο
allegiance
allegi



























