Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alleged
01
υποτιθέμενος, κατηγορούμενος
(of a person) accused or suspected of a crime or wrongdoing, but without proof or confirmation of guilt
Παραδείγματα
The alleged thief was arrested but had not been convicted in court.
Ο κατηγορούμενος κλέφτης συνελήφθη αλλά δεν είχε καταδικαστεί στο δικαστήριο.
She was identified as the alleged perpetrator, but no charges have been filed at this time.
Ταυτοποιήθηκε ως η υποτιθέμενη δράστρια, αλλά δεν έχουν ασκήσει κατηγορίες αυτή τη στιγμή.
02
υποτιθέμενος, τεθειμένος
asserted or claimed to be true, but not yet proven
Παραδείγματα
He was questioned about his role in the alleged conspiracy.
Αναζητήθηκε για το ρόλο του στη δήθεν συνωμοσία.
He made an alleged promise to help, but no one saw him follow through.
Έκανε μια υποτιθέμενη υπόσχεση να βοηθήσει, αλλά κανείς δεν τον είδε να την εκπληρώνει.
Λεξικό Δέντρο
allegedly
alleged
allege



























