Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abandoned
01
εγκαταλελειμμένος, παρατημένος
(of a building, car, etc.) left and not needed or used anymore
Παραδείγματα
The abandoned house was falling apart.
Το εγκαταλειμμένο σπίτι καταρρέει.
They found an abandoned puppy on the street.
Βρήκαν ένα εγκαταλειμμένο κουτάβι στο δρόμο.
02
εγκαταλειμμένος, ελεύθερος
free from restrictions



























