Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abashed
01
ντροπαλός, συνεπαρμένος
showing embarrassment or discomfort due to a mistake or an awkward situation
Παραδείγματα
He felt abashed after realizing his mistake.
Αισθάνθηκε αμηχανία αφού συνειδητοποίησε το λάθος του.
She appeared abashed when she stumbled over her words.
Φαινόταν ντροπιασμένη όταν σκόνταψε στα λόγια της.



























