Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
creative
01
δημιουργικός, καινοτόμος
making use of imagination or innovation in bringing something into existence
Παραδείγματα
I believe you are a creative photographer; you always find beauty in ordinary things.
Πιστεύω ότι είσαι ένας δημιουργικός φωτογράφος· βρίσκεις πάντα την ομορφιά στα κοινά πράγματα.
I find my sister a creative person, always coming up with new ideas for products to sell in her shop.
Θεωρώ την αδελφή μου μια δημιουργική persona, πάντα σκέφτεται νέες ιδέες για προϊόντα να πουλήσει στο μαγαζί της.
02
δημιουργικός, κατασκευαστικός
promoting construction or creation
Creative
01
δημιουργικός
someone whose job is to come up with new and imaginative ideas
Παραδείγματα
The advertising agency hired a creative to develop engaging and innovative campaigns for their clients.
Ο διαφημιστικός οίκος προσέλαβε έναν δημιουργικό για να αναπτύξει ελκυστικές και καινοτόμες καμπάνιες για τους πελάτες του.
As a creative in the fashion industry, Maria is responsible for designing unique and stylish clothing.
Ως δημιουργικός στη βιομηχανία μόδας, η Μαρία είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό μοναδικών και κομψών ρούχων.
Λεξικό Δέντρο
creatively
creativeness
procreative
creative
create



























