Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Coupon
01
κουπόνι έκπτωσης, κουπόνι
a small piece of document that is used for buying things with a lower price
Παραδείγματα
He forgot to bring the coupon to the supermarket.
Ξέχασε να φέρει το κουπόνι στο σούπερ μάρκετ.
She used a coupon to get 20 % off her purchase.
Χρησιμοποίησε ένα κουπόνι για να πάρει έκπτωση 20% στην αγορά της.
02
δείγμα, κουπόνι
a test sample of some substance



























