Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Couplet
01
δίστιχο, ζεύγος
two items of the same kind
02
δίστιχο, κουπλέ
two consecutive lines of verse, equal in length that usually rhyme
03
διστίχο, ζεύγος παράλληλων μονόδρομων οδών
a pair of parallel, one-way streets that run in opposite directions to help manage traffic flow in urban areas
Παραδείγματα
The city 's new traffic plan includes a couplet to ease congestion during rush hour.
Το νέο σχέδιο κυκλοφορίας της πόλης περιλαμβάνει ένα ζεύγος παράλληλων οδών για την ανακούφιση της συμφόρησης κατά τις ώρες αιχμής.
Drivers find it easier to navigate downtown since the couplet was implemented.
Οι οδηγοί βρίσκουν πιο εύκολο να πλοηγηθούν στο κέντρο της πόλης από τότε που εφαρμόστηκε το ζεύγος.
Λεξικό Δέντρο
couplet
couple



























