Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Courage
01
θάρρος, ανδρεία
the quality to face danger or hardship without giving in to fear
Παραδείγματα
It takes a lot of courage to speak in front of a large audience.
Απαιτείται πολύ θάρρος για να μιλήσεις μπροστά σε ένα μεγάλο ακροατήριο.
She found the courage to ask for help when she needed it most.
Βρήκε το θάρρος να ζητήσει βοήθεια όταν την είχε περισσότερο ανάγκη.
Λεξικό Δέντρο
courageous
courage



























