Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
courageous
01
θαρραλέος, γενναίος
expressing no fear when faced with danger or difficulty
Παραδείγματα
The courageous firefighter rushed into the burning building to rescue the trapped residents, displaying extraordinary bravery.
Ο θαρραλέος πυροσβέστης έσπευσε στο κτίριο που έκαιγε για να σώσει τους παγιδευμένους κατοίκους, επιδεικνύοντας εξαιρετική γενναιότητα.
Maria 's courageous decision to speak up against injustice inspired others to join the movement for change.
Η θαρραλέα απόφαση της Μαρίας να μιλήσει ενάντια στην αδικία ενέπνευσε άλλους να ενταχθούν στο κίνημα για την αλλαγή.
Λεξικό Δέντρο
courageously
courageousness
courageous
courage



























