Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plucky
01
θαρραλέος, τολμηρός
possessing or displaying determination and bravery
Παραδείγματα
Her plucky response to the challenge inspired everyone around her.
Η θαρραλέα απάντησή της στην πρόκληση ενέπνευσε όλους γύρω της.
The plucky young athlete faced fierce competition with unwavering courage.
Ο θαρραλέος νεαρός αθλητής αντιμετώπισε άγρια ανταγωνιστική με ακλόνητο θάρρος.
Λεξικό Δέντρο
pluckily
pluckiness
plucky
pluck



























