Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consequential
01
συνέπεια, προκύπτων
resulting from a particular event or situation
Παραδείγματα
The court 's ruling was highly consequential, setting a precedent for future cases.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν πολύ σημαντική, θέτοντας ένα προηγούμενο για μελλοντικές υποθέσεις.
Her decision to pursue higher education was consequential for her career advancement.
Η απόφασή της να συνεχίσει την ανώτερη εκπαίδευση ήταν σημαντική για την προαγωγή της καριέρας της.
Λεξικό Δέντρο
consequentially
inconsequential
consequential
consequent
consequ



























