Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Consensus
01
συναίνεση, συμφωνία
an agreement reached by all members of a group
Παραδείγματα
The team reached a consensus on the new project timeline after extensive discussions.
Η ομάδα έφτασε σε συναίνεση για το νέο χρονοδιάγραμμα του έργου μετά από εκτενείς συζητήσεις.
Consensus among board members was crucial for approving the budget proposal.
Η συναίνεση μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ήταν καθοριστική για την έγκριση της πρότασης προϋπολογισμού.



























