consequent
con
ˈkɑn
καν
seq
sək
σακ
uent
wənt
ουαντ
British pronunciation
/kˈɒnsɪkwənt/

Ορισμός και σημασία του "consequent"στα αγγλικά

consequent
01

επόμενος, αποτέλεσμα

occurring as a result of something particular
example
Παραδείγματα
The heavy rainfall and consequent flooding caused severe damage to the town.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις και οι επακόλουθες πλημμύρες προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στην πόλη.
The factory closure and the consequent loss of jobs had a profound impact on the local economy.
Η κλείσιμο του εργοστασίου και η επακόλουθη απώλεια θέσεων εργασίας είχαν βαθιά επίδραση στην τοπική οικονομία.

Λεξικό Δέντρο

consequential
consequently
inconsequent
consequent
consequ
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store