Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consequent
01
επόμενος, αποτέλεσμα
occurring as a result of something particular
Παραδείγματα
The heavy rainfall and consequent flooding caused severe damage to the town.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις και οι επακόλουθες πλημμύρες προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στην πόλη.
The factory closure and the consequent loss of jobs had a profound impact on the local economy.
Η κλείσιμο του εργοστασίου και η επακόλουθη απώλεια θέσεων εργασίας είχαν βαθιά επίδραση στην τοπική οικονομία.
Λεξικό Δέντρο
consequential
consequently
inconsequent
consequent
consequ



























