Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consequently
01
συνεπώς, επομένως
used to indicate a logical result or effect
Παραδείγματα
The team neglected to conduct thorough testing, and consequently, several critical errors emerged in the final product.
Η ομάδα παραμέλησε να πραγματοποιήσει διεξοδικές δοκιμές και, κατά συνέπεια, προέκυψαν πολλά κρίσιμα σφάλματα στο τελικό προϊόν.
She ignored the warning signs of burnout, and consequently, her overall well-being suffered.
Αγνόησε τα σημάδια προειδοποίησης της εξάντλησης, και συνεπώς, η γενική της ευεξία επηρεάστηκε.
02
συνεπώς, επομένως
used to indicate the outcome that occurs due to a specific cause or event
Παραδείγματα
There was a severe storm, and consequently, many flights were canceled.
Υπήρχε μια σφοδρή καταιγίδα, και κατά συνέπεια, πολλές πτήσεις ακυρώθηκαν.
He was caught cheating on the exam; consequently, he was expelled from school.
Τον πιάσανε να κλέβει στις εξετάσεις· κατά συνέπεια, τον έδιωξαν από το σχολείο.
Λεξικό Δέντρο
inconsequently
consequently
consequent
consequ



























