LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Confirmative
/kənfˈɜːmətˌɪv/
/kənfˈɜːmətˌɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "confirmative"
confirmative
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
serving to support or corroborate
word family
confirm
confirm
Verb
confirmative
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
confirmation hearing
confirmation
confirmable
confirm
confining
confirmatory
confirmed
confirming
confiscate
confiscation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App