confirmatory
con
kən
καν
fir
ˈfɜr
φερρ
ma
μα
to
ˌtɔ
το
ry
ri
ρι
British pronunciation
/kənfˈɜːmətəɹˌi/

Ορισμός και σημασία του "confirmatory"στα αγγλικά

confirmatory
01

επιβεβαιωτικός, βεβαιωτικός

providing evidence or support to validate or verify something
example
Παραδείγματα
The test results were confirmatory, proving the hypothesis correct.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής ήταν επιβεβαιωτικά, αποδεικνύοντας ότι η υπόθεση ήταν σωστή.
She provided confirmatory documents to back up her claim during the investigation.
Παρείχε επιβεβαιωτικά έγγραφα για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της κατά τη διάρκεια της έρευνας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store