Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
confirmatory
01
επιβεβαιωτικός, βεβαιωτικός
providing evidence or support to validate or verify something
Παραδείγματα
The test results were confirmatory, proving the hypothesis correct.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής ήταν επιβεβαιωτικά, αποδεικνύοντας ότι η υπόθεση ήταν σωστή.
She provided confirmatory documents to back up her claim during the investigation.
Παρείχε επιβεβαιωτικά έγγραφα για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Λεξικό Δέντρο
confirmatory
confirm



























