Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to conduce
01
συνεισφέρω, οδηγώ σε
to contribute to a particular result or outcome
Παραδείγματα
Regular exercise conduce to better physical health and overall well-being.
Η τακτική άσκηση συμβάλλει σε καλύτερη σωματική υγεία και γενική ευεξία.
His efforts conduced to the success of the project, earning him praise from his colleagues.
Οι προσπάθειές του συνέβαλαν στην επιτυχία του έργου, κερδίζοντας επαίνους από τους συναδέλφους του.
Λεξικό Δέντρο
conducive
conduct
conduce



























