Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to condone
01
επιδοκιμάζω, συγχωρώ
to accept or forgive something that is commonly believed to be wrong
Transitive: to condone an action or behavior
Παραδείγματα
The company 's failure to address employee misconduct might be seen as condoning unethical practices in the workplace.
Η αποτυχία της εταιρείας να αντιμετωπίσει την απρεπή συμπεριφορά των εργαζομένων μπορεί να θεωρηθεί ως επιείκεια σε ανήθικες πρακτικές στο χώρο εργασίας.
Some parents mistakenly condone their children's misbehavior by not enforcing appropriate consequences.
Μερικοί γονείς επιδορούν λανθασμένα την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους μη επιβάλλοντας κατάλληλες συνέπειες.



























