Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Condom
01
προφυλακτικό, κοντομ
a thin barrier used during sex to prevent the exchange of bodily fluids and reduce the risk of STIs and unintended pregnancies
Παραδείγματα
Using a condom is a responsible choice for sexually active individuals.
Η χρήση προφυλακτικού είναι μια υπεύθυνη επιλογή για σεξουαλικά ενεργούς ανθρώπους.
The couple decided to use a condom to ensure safer intercourse.
Το ζευγάρι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό για να διασφαλίσει ασφαλέστερη σεξουαλική επαφή.



























