Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
conducive
01
ευνοϊκός, επιτυχής
leading to the desired goal or result by providing the right conditions
Παραδείγματα
The quiet environment was conducive to studying.
Το ήσυχο περιβάλλον ήταν ευνοϊκό για τη μελέτη.
Regular exercise and a balanced diet are conducive to good health.
Η τακτική άσκηση και μια ισορροπημένη διατροφή συντείνουν σε καλή υγεία.
Λεξικό Δέντρο
conducive
conduce



























