Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
commendable
01
έπαινος, αξιέπαινος
worthy of praise due to its admirable qualities or actions
Παραδείγματα
Her dedication to charity work is commendable.
Η αφοσίωσή της στη φιλανθρωπική εργασία είναι αξιέπαινη.
The firefighter 's commendable bravery saved lives.
Η αξιέπαινη γενναιότητα του πυροσβέστη έσωσε ζωές.
commendable
Παραδείγματα
He handled the accusations commendably, with calm and dignity.
Χειρίστηκε τις κατηγορίες με αξιέπαινο τρόπο, με ηρεμία και αξιοπρέπεια.
The team worked commendably to meet the deadline.
Η ομάδα εργάστηκε αξιέπαινα για να τηρήσει την προθεσμία.
Λεξικό Δέντρο
commendable
commend



























