Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
esteemed
01
ευυπόληπτος, σεβαστός
highly respected, admired, or valued by others for one's qualities, achievements, or contributions
Παραδείγματα
The esteemed professor was renowned for his groundbreaking research in the field.
Ο αξιόλογος καθηγητής ήταν γνωστός για την πρωτοποριακή του έρευνα στον τομέα.
The esteemed author's novels were celebrated for their depth and insight.
Τα μυθιστορήματα του αξιοσέβαστου συγγραφέα γιορτάστηκαν για το βάθος και τη διορατικότητά τους.
Λεξικό Δέντρο
esteemed
esteem



























