Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
estimable
01
εκτιμώμενος, άξιος θαυμασμού
deserving of admiration or approval
Παραδείγματα
The charity does estimable work in the community and is rightfully praised for their efforts helping those in need.
Η φιλανθρωπική οργάνωση κάνει αξιέπαινο έργο στην κοινότητα και δικαιώς επαινείται για τις προσπάθειές της να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη.
She set an estimable example for others to follow and is rightfully lauded for her leadership.
Έδωσε ένα αξιέπαινο παράδειγμα για να ακολουθήσουν οι άλλοι και δικαίως επαινείται για την ηγεσία της.
02
υπολογίσιμος, μετρήσιμος
capable of being calculated, measured, or reasonably approximated
Παραδείγματα
The project 's total cost is estimable with current data.
Το συνολικό κόστος του έργου είναι εκτιμήσιμο με τα τρέχοντα δεδομένα.
The damage from the storm was estimable within a few hours.
Η ζημιά από τη θύελλα ήταν εκτιμήσιμη μέσα σε λίγες ώρες.
03
εκτιμώμενος, άξιος σεβασμού
worthy of respect due to ethics or other merits
Παραδείγματα
The politician has an estimable reputation for honesty and public service.
Ο πολιτικός έχει μια αξιόλογη φήμη για ειλικρίνεια και δημόσια υπηρεσία.
His estimable reputation was built on decades of reliable and conscientious work, gaining the trust of clients and colleagues.
Η αξιοσέβαστη φήμη του χτίστηκε σε δεκαετίες αξιόπιστης και ευσυνείδητης εργασίας, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των πελατών και των συναδέλφων.
Λεξικό Δέντρο
inestimable
estimable



























