Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
admirably
01
αξιοθαύμαστα, με αξιοθαύμαστο τρόπο
in a way that deserves approval, respect, or praise
Παραδείγματα
He spoke admirably under pressure, never once losing his composure.
Μίλησε αξιοθαύμαστα υπό πίεση, χωρίς να χάσει ποτέ την ψυχραιμία του.
The rescue team performed admirably during the storm.
Η ομάδα διάσωσης ενεργούσε αξιοθαύμαστα κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Λεξικό Δέντρο
admirably
admirable
admire



























